- παραγώγιμος
- -η, -οαυτός που είναι δυνατόν να παραχθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιω. Σκαλτσούνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγωγιμότητα — η [παραγώγιμος] η ιδιότητα τού παραγώγιμου, η ικανότητα για παραγωγή … Dictionary of Greek